Η μετατροπή της
οικονομίας σε στρατηγικό όπλο επιβολής των σχεδίων γεωπολιτικής επικυριαρχίας
των ισχυρών του πλανήτη αποτελεί ένα ακόμη μελανό σημείο στην ιστορία της
ανθρωπότητας, περισσότερο επικίνδυνο και απάνθρωπο από την χρήση της πυρηνικής
ενέργειας για στρατιωτικούς σκοπούς η οποία προσδιόρισε τις στρατηγικές
αντιπαραθέσεις μετά τον 2ο παγκόσμιο πόλεμο.
Η αναγωγή
της οικονομίας σε στρατηγικό όπλο είναι μια κεντρική πολιτική επιλογή που
άρχισε να σχηματοποιείται κατά την διάρκεια της δεκαετίας του 1970 από τον Henry Kissinger,
προϊστάμενο του State Department επί προεδρίας Nixon, ως
απόρροια της διαπίστωσης ότι ο ανταγωνισμός των εξοπλισμών οδηγούσε μαθηματικά
σε αδυναμία ανακήρυξης ενός νικητή που θα είχε πιθανότητες επιβίωσης μετά από
μια πυρηνική σύγκρουση.
Η μετάβαση
αυτή ολοκληρώνεται στα μέσα της δεκαετίας του 2000 με την ολοκλήρωση του
ανασχηματισμού των στρατηγικών συμμαχιών που αποτελούν τους κεντρικούς παίκτες
στο νέο παιγνίδι ισχύος που διεξάγεται τα τελευταία χρόνια. Ο ανασχηματισμός
αυτός διαμόρφωσε τέσσερα διακριτά «κέντρα ισχύος», τον άξονα ΗΠΑ – Μεγάλης
Βρετανίας, την Ευρωπαϊκή Ένωση υπό την επικυριαρχία της Γερμανίας, τις Νέες
Δυνάμεις με προεξάρχουσες την Ρωσία, την Ινδία και την Βραζιλία, και την Κίνα.
Μία μεγάλη, ακόμη, οικονομική δύναμη, η Ιαπωνία, παραμένει προσωρινά εκτός
ανταγωνισμού λόγω εσωτερικών επιλογών κατά κύριο λόγο, αλλά και της τραυματικής
εμπειρίας που βίωσε κατά τον τελευταίο παγκόσμιο πόλεμο.
Για πρώτη
φορά όμως στην παγκόσμια γεωπολιτική σκακιέρα εμφανίζεται αχνά ένας νέος
παίκτης που δεν «νομιμοποιείται» φανερά από κάποιον κρατικό ή διακρατικό
σχηματισμό και ταυτοποιείται με τον γενικό και ασαφή προσδιορισμό «Αγορές». Η
παρουσία αυτού του παίκτη διαπιστώνεται από τις φαινομενικά «αλλοπρόσαλλες»
αντιδράσεις που παρατηρούνται τα τελευταία χρόνια από μη κρατικούς ή
διακρατικούς μηχανισμούς που εμπλέκονται στις παγκόσμιες οικονομικές
δραστηριότητες.
Ο ρόλος και
οι προθέσεις αυτού του παίκτη είναι προς το παρόν αδύνατον να προσδιοριστούν με
σαφήνεια. Μπορεί να είναι ένα «μυστικό όπλο» μιας από τις παραπάνω συμμαχίες,
μπορεί όμως να πρόκειται και για ένα συνασπισμό ιδιωτικών συμφερόντων
ανεξάρτητων από κρατικές δεσμεύσεις ή επιρροές. Ένας συνασπισμός ατόμων που
έχουν διαπιστώσει ότι το παγκόσμιο οικονομικό σύστημα είναι ουσιαστικά τόσο
διάτρητο και ανεξέλεγκτο ώστε να επιτρέπει την διάβρωση των κρατικών οντοτήτων
που το διαχειρίζονται προς όφελος των ατόμων που συμμετέχουν στον συνασπισμό
αυτό.
Η έννοια
της οικονομίας
Η
παρακολούθηση και ανάλυση των γεγονότων που σχετίζονται με την παγκόσμια
οικονομία προϋποθέτει την κατανόηση των δομών που την απαρτίζουν και των
μηχανισμών που την διαχειρίζονται. Στοιχεία που σε γενικές γραμμές απουσιάζουν
από την καθημερινότητα και το γνωστικό ενδιαφέρον της συντριπτικής πλειοψηφίας
των ατόμων που συνθέτουν τις ανθρώπινες κοινωνίες. Στοιχεία που σπάνια
περιλαμβάνονται στην καθημερινή τους ενημέρωση, αν και είναι περισσότερο από
απαραίτητα για την αξιολόγηση και ανάδειξη των κυβερνήσεων που διαχειρίζονται
τις τύχες τους.
Το πρώτο
βήμα προς αυτή την κατεύθυνση είναι μια απλή αλλά ταυτόχρονα ολοκληρωμένη και
ακριβής περιγραφή του τι προσδιορίζεται με την έννοια «Οικονομία».
Η οικονομία
προσδιορίζει την γνώση που αναπτύσσουν και χρησιμοποιούν οι κοινωνίες των
ανθρώπων για να οργανώνουν και να υλοποιούν τις διαδικασίες παραγωγής και
διανομής των αγαθών που απαιτούνται για την ικανοποίηση των κάθε μορφής φυσικών
και πνευματικών αναγκών των ατόμων που απαρτίζουν τις κοινωνίες αυτές.
Η οικονομία
εμφανίζεται ως γνώση σχεδόν παράλληλα με την εμφάνιση των πρώτων οργανωμένων
κοινωνιών. Η ανάδειξή της όμως σε επιστήμη, μόλις τον 18ο αιώνα και παράλληλα
με την εμφάνιση των πρώτων σύγχρονων κρατικών δομών, καθυστέρησε σημαντικά σε
σχέση με άλλες «κοινωνικές» επιστήμες εξ αιτίας της αυθαιρεσίας και της
ανομοιογένειας στην οργάνωση των διαδικασιών παραγωγής και διανομής αγαθών από
τις διάφορες μέχρι τότε «τοπικές» κοινωνίες.
Η
επικρατούσα επιστημονική θεώρηση για την οικονομία διαχωρίζει το γνωστικό πεδίο
που περιγράφηκε παραπάνω σε δύο τομείς ανάλογα με τον φορέα που ενεργοποιεί τις
σχετικές διαδικασίες. Ο πρώτος ονομάζεται «Μικροοικονομία» και αφορά την
οικονομία των ατομικών ή κοινοπρακτικών δράσεων και ο δεύτερος «Μακροοικονομία»
και αφορά την οικονομία των κρατών ή των διακρατικών σχηματισμών.
Η σημερινή
πραγματικότητα απαιτεί την διατύπωση μιας διαφορετικής προσέγγισης στις
διάφορες μορφές της Οικονομίας, βασισμένης στους σκοπούς που αυτή εξυπηρετεί
και ανεξάρτητα από τον ρόλο των δομών στις οποίες εφαρμόζεται.
Η
πραγματική οικονομία
Η
πραγματική οικονομία περιλαμβάνει εκείνες τις οικονομικές δραστηριότητες των
μελών μιας κοινωνίας που σχετίζονται με την ικανοποίηση των όποιων αναγκών της
και οι οποίες ελέγχονται και καταγράφονται από τους σχετικούς μηχανισμούς που
περιέχονται για το σκοπό αυτό στο διακυβερνητικό της σύστημα, με άλλα λόγια σε
αυτό που σήμερα ονομάζεται Κράτος.
Τα στοιχεία
της πραγματικής οικονομίας χρησιμοποιούνται από το Κράτος για τον υπολογισμό
της αναλογικής συνεισφοράς των μελών της κοινωνίας στο κόστος της λειτουργίας
του και στο κόστος των υπηρεσιών που παρέχει σε όλα ανεξαρτήτως τα μέλη της
σύμφωνα με τον Συμβιωτικό Κανόνα, δηλαδή το Σύνταγμα και τους νόμους, που
διέπουν την συγκεκριμένη κοινωνία.
Η
αναλογικότητα αυτής της συνεισφοράς και η συλλογή της προσδιορίζεται από το
Φορολογικό Σύστημα που εφαρμόζεται από το Κράτος και έχει σαν σκοπό την
δικαιότερη ανακατανομή μεταξύ των μελών της κοινωνίας του πλούτου που αυτή
παράγει ή διαθέτει.
Από τα
παραπάνω προκύπτει το συμπέρασμα ότι όσο δικαιότερο και αποδοτικότερο είναι το
Φορολογικό σύστημα, και κατ’ επέκταση το Κράτος, τόσο επωφελέστερη είναι η
αναδιανομή του πλούτου για την κοινωνία που την εφαρμόζει.
Η
παραοικονομία
Η
παραοικονομία περιλαμβάνει εκείνες τις οικονομικές δραστηριότητες μιας
κοινωνίας που, αν και θεωρούνται νόμιμες και ελέγξιμες, σκόπιμα αποκρύπτονται
από ορισμένα μέλη της με σκοπό την αποφυγή της φορολόγησης, και κατά συνέπεια
την αύξηση του ατομικού πλούτου, καθώς και εκείνες που το Φορολογικό σύστημα
δεν έχει εντοπίσει ή προβλέψει ώστε να ασκήσει την απαραίτητη φορολόγηση.
Η ύπαρξη
της παραοικονομίας περιορίζει την ανακατανομή του πλούτου και αυξάνει την
διαφορά του βιοτικού επιπέδου μεταξύ των μελών μιας κοινωνίας. Διαφορά που
οδηγεί πάντοτε, αργά ή γρήγορα, στην ιστορικά βεβαιωμένη δημιουργία συγκρούσεων
μεταξύ κοινωνικών ομάδων με σημαντικά διαφορετικές οικονομικές δυνατότητες. Η
ταχύτητα εμφάνισης των συγκρούσεων αυτών είναι ευθέως ανάλογη με το μέγεθος και
την διάρκεια της παραοικονομίας που ασκείται σε μια κοινωνία.
Μια
σημαντική επίσης παρενέργεια της παραοικονομίας είναι η μη ελεγχόμενη
συσσώρευση ατομικού πλούτου και η χρησιμοποίησή του σε δράσεις που πιθανά να
αντιβαίνουν με αυτό που ονομάζεται κοινωνικό συμφέρον. Παρόλα αυτά η οικονομική
επιστήμη διαθέτει μεθοδολογίες για την εκτίμηση του μεγέθους της παραοικονομίας
και την σχεδίαση των απαραίτητων για τον περιορισμό της μηχανισμών.
Η αδυναμία ή
απροθυμία που παγκόσμιου διακυβερνητικού συστήματος να θεσπίσει κανόνες ελέγχου
του παραγόμενου από την παραοικονομία πλούτου, παρά την ύπαρξη των απαιτούμενων
μεθοδολογιών, αποτελεί μια από τις αιτίες της συστημικής κρίσης που βιώνει η
ανθρωπότητα τα τελευταία χρόνια.
Η
παραβατική οικονομία
Ένα τμήμα
του παγκόσμια παραγόμενου πλούτου σχετίζεται ή προέρχεται από δραστηριότητες
που τιμωρούνται από το κοινό ποινικό δίκαιο των περισσότερων χωρών του πλανήτη.
Αν και το φαινόμενο αυτό συνυπάρχει παράλληλα με την εξέλιξη των κοινωνιών,
παρουσιάζει μια ιδιαίτερη έξαρση αλλά και οργάνωση μετά τον τελευταίο παγκόσμιο
πόλεμο.
Παράνομες
δραστηριότητες όπως το κάθε είδους λαθρεμπόριο, η διακίνηση ναρκωτικών, το trafficking, η αδήλωτη
πορνεία, το παράνομο στοίχημα και η νομιμοποίηση των εσόδων που προέρχονται από
τέτοιου είδους δραστηριότητες παράγουν κάθε χρόνο σε παγκόσμιο επίπεδο πλούτο
που εκτιμάται περίπου στο 6% του παγκόσμιου ΑΕΠ, δηλαδή σε περίπου 3,1 έως 3,6
τρις. $. Περίπου το 35% του πλούτου αυτού νομιμοποιείται κάθε χρόνο με διάφορες
διαδικασίες.
Η
απελευθέρωση της νομισματικής κυκλοφορίας που ξεκίνησε από τις ΗΠΑ την περίοδο
του πολέμου του Βιετνάμ και ολοκληρώθηκε επί προεδρίας Reagan έδωσε την
δυνατότητα για την προσωρινή αποθήκευση ενός σημαντικού τμήματος αυτού του
πλούτου σε χαρτονομίσματα και την σταδιακή μετατροπή του (ξέπλυμα) σε ακίνητα,
πολύτιμα μέταλλα και λίθους και, λίγο αργότερα, σε χρηματιστηριακούς τίτλους.
Ένα
σημαντικό επίσης εργαλείο στα χέρια των φορέων της παραβατικής οικονομίας
αποτελούν οι offshore εταιρίες και η μετατροπή ορισμένων χωρών
σε φορολογικούς παραδείσους με την ανοχή και, σε πολλές περιπτώσεις, ενθάρρυνση
ορισμένων «ενάρετων» ηγεσιών άλλων ισχυρών οικονομικά χωρών.
Η σταδιακή
απελευθέρωση των αγορών, η δημιουργία φορολογικών παραδείσων και τραπεζικών
«καταφυγίων», και η παγκοσμιοποίηση έδωσαν την δυνατότητα στην παραβατική
οικονομία να εντάξει ανεξέλεγκτα στο παγκόσμιο οικονομικό σύστημα ένα σημαντικό
τμήμα που πλούτου που αποκτά με μη νόμιμες διαδικασίες.
Η
χρηματιστηριακή οικονομία
Το
χρηματιστήριο είναι ένας οικονομικός θεσμός, συνήθως υπό κρατική εποπτεία ως
προς τους κανόνες που διέπουν την λειτουργία του και τις πρακτικές που
εφαρμόζονται, με κύρια αποστολή την οργανωμένη διεξαγωγή αγοραπωλησιών κινητών
αξιών και εμπορευμάτων. Στις κινητές αξίες που διακινούνται μέσω του χρηματιστηρίου
περιλαμβάνονται μετοχές ανωνύμων εταιριών, ομόλογα (κρατικά, τραπεζικά ή
εταιρικά), διασφαλίσεις και παράγωγα.
Πρωταρχικός
σκοπός του χρηματιστηρίου είναι η παροχή στα μέλη μιας κοινωνίας της
δυνατότητας να «επενδύουν» τα πλεονάσματα των εισοδημάτων τους, δηλαδή τον
πλούτο τους, στον σχηματισμό του κεφαλαίου των εισηγμένων σε αυτό εταιριών, και
κατά συνέπεια στα προσδοκώμενα από αυτές κέρδη ή «μερίσματα», χωρίς καμία άλλη
δέσμευση πέραν της καταβολής της αξίας των μετοχών που αγοράζουν.
Το χρηματιστήριο
παρέχει επίσης την δυνατότητα της άμεσης ρευστοποίησης των υπενδεδυμένων
κεφαλαίων μέσω της συνεχούς διαμόρφωσης των τιμών των κινητών αξιών που
διαχειρίζεται. Η διαμόρφωση των τιμών αυτών ορίζεται αποκλειστικά από την
προσφορά και την ζήτηση της συγκεκριμένης κινητής αξίας κατά την δεδομένη
χρονική στιγμή της συναλλαγής.
Η διαφορά
της τιμής μιας κινητής αξίας μεταξύ της ημερομηνίας αγοράς της και οποιασδήποτε
χρονικής στιγμής μετά την ημερομηνία αυτή προσδιορίζει μια «υπεραξία», όταν
αυτή είναι θετική, ή «απαξία», όταν είναι αρνητική, στοιχεία που αποτελούν ένα
επιπλέον κέρδος ή ζημιά για τον κάτοχο της κινητής αξίας το οποίο «υλοποιείται»
την χρονική στιγμή της ρευστοποίησής της. Επιπλέον η διαφορά της
χρηματιστηριακής τιμής μιας μετοχής από την πραγματική αξία της, δηλαδή το
ποσοστό που αντιπροσωπεύει στην πραγματική αξία («καθαρή θέση») της εταιρίας,
αποτελεί ένα δείκτη του κινδύνου που διατρέχει ο κάτοχος της μετοχής στην
περίπτωση που η συγκεκριμένη εταιρία διακόψει την λειτουργία της.
Όλα όσα
αναφέρονται μέχρι εδώ αποτελούν την «ακαδημαϊκή» εικόνα των χρηματιστηρίων η
οποία απέχει παρασάγγας από την πραγματικότητα. Μια πραγματικότητα η οποία
εξηγεί σε πολύ μεγάλο βαθμό τους λόγους των κρίσεων που κατά καιρούς ταλανίσουν
την παγκόσμια οικονομία από το 1929 μέχρι σήμερα.
Μεταξύ των
βασικών στοιχείων αυτής της πραγματικότητας είναι η αδυναμία ή «απροθυμία»
ελέγχου της προέλευσης των κεφαλαίων που εισέρχονται στα διάφορα χρηματιστήρια
του πλανήτη. Γεγονός που συνεισφέρει στην νομιμοποίηση παρανόμου χρήματος,
ιδιαίτερα με την εκτεταμένη χρήση των ηλεκτρονικών συναλλαγών, και διαταράσσει
τον κύκλο της πραγματικής οικονομίας.
Ένα ακόμη
τέτοιο στοιχείο είναι η εφαρμογή διαφόρων μεθόδων για την «τεχνητή» διαμόρφωση
της τιμής των αξιών ή των εμπορευμάτων που παρακολουθούνται από τα
χρηματιστήρια, μεθοδολογία που χαρακτηρίζεται γενικευμένα ως «χειραγώγηση».
Η πρακτική
αυτή σε συνδυασμό με την σχεδόν παντελή έλλειψη περιοριστικών κανόνων για το
εύρος μεταξύ της χρηματιστηριακής τιμής και της πραγματικής αξίας των μετοχών
οδηγούν μακροπρόθεσμα στην εμφάνιση εκτεταμένων φαινομένων αναντιστοιχίας
μεταξύ της πραγματικής και της χρηματιστηριακής οικονομίας, αυτό δηλαδή που
στην καθημερινή ζωή ονομάζεται «φούσκα». Η σημασία του φαινόμενου αυτού
εντείνεται από την συνηθισμένη πρακτική του τραπεζικού συστήματος να επενδύει
μεγάλο μέρος των κεφαλαίων του σε χρηματιστηριακές αξίες και της χρήσης των
αξιών αυτών ως εγγυήσεων για την σύναψη δανείων.
Η
αναντιστοιχία μεταξύ της πραγματικής και της χρηματιστηριακής οικονομίας
εντείνεται ακόμη περισσότερο, παίρνοντας επικίνδυνες διαστάσεις, από την
μεγέθυνση των αγορών παραγώγων, δηλαδή συμβολαίων πρόβλεψης των μεταβολών των
τιμών των χρηματιστηριακών αξιών, των διασφαλίσεων, των εμπορευμάτων ή των
νομισματικών ισοτιμιών.
Η ανεξέλεγκτη
λειτουργία και ανάπτυξη των παγκοσμιοποιημένων χρηματιστηριακών αγορών και των
πρακτικών που εφαρμόζονται σε αυτές έχει οδηγήσει στην παραγωγή ενός
«φανταστικού» πλούτου που βρίσκεται σε όλο και μεγαλύτερη αναντιστοιχία με τα
στοιχεία της πραγματικής οικονομίας.
Η
«μιγαδική» οικονομία
Η σημερινή
οικονομική πραγματικότητα, με βάση τα όσα προηγούμενα αναφέρονται, αποτελείται
από τέσσερεις συνισταμένες, από τις οποίες μόνο η πρώτη είναι πραγματική, με
την έννοια ότι είναι επιστημονικά μετρήσιμη και μπορεί να χρησιμοποιηθεί στον
σχεδιασμό της οικονομικής πολιτικής των Κρατών.
Η ύπαρξη
των τριών υπολοίπων συνισταμένων συγκροτεί αυτό που μπορούμε να χαρακτηρίσουμε
ως μη μετρήσιμη ή «φανταστική οικονομία». Το συνολικό άθροισμα των συνισταμένων
αυτών μπορεί να περιγραφεί σαν «Μιγαδική Οικονομία», αν χρησιμοποιήσουμε τον
αντίστοιχο μαθηματικό όρο που προσδιορίζει το σύνολο των πραγματικών και
φανταστικών αριθμών.
Η κύρια αιτία των οικονομικών κρίσεων εντοπίζεται, κατά μείζονα λόγο, στην
αδυναμία ή την απροθυμία των κυβερνήσεων των Κρατών να ελέγξουν και να
περιορίσουν τις φανταστικές συνισταμένες της Μιγαδικής Οικονομίας, και κατά
ελάσσονα λόγο στις δομικές αδυναμίες του «καπιταλιστικού» οικονομικού
συστήματος.
Η ύπαρξη
της Μιγαδικής Οικονομίας δημιουργεί, λόγω της διαρκούς μεγέθυνσης των
φανταστικών συνισταμένων, αρνητικές στρεβλώσεις στην πραγματική οικονομία,
στρεβλώσεις που όταν υπερβούν μια κρίσιμη μάζα, εκφράζονται ως «οικονομικές
κρίσεις».
Η κύρια αιτία
των οικονομικών κρίσεων εντοπίζεται, κατά μείζονα λόγο, στην αδυναμία ή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου