Πέμπτη 15 Δεκεμβρίου 2011

Μάρτιν Φελντστάιν : Η Ευρώπη δεν είναι οι Ηνωμένες Πολιτείες


Η Ευρώπη παλέυει πια με τις αναπόφευκτες δυσμενείς επιπτώσεις της επιβολής ενός κοινού νομίσματος σε ένα πολύ ετερογενές σύνολο χωρών. Αλλά η κρίση του προϋπολογισμού στην Ελλάδα και ο κίνδυνος αφερεγγυότητας της Ιταλίας και της Ισπανίας είναι μόνο μέρη του προβλήματος που προκαλείται από το κοινό νόμισμα. 

Η ευθραυστότητα των μεγάλων ευρωπαϊκών τραπεζών, οι υψηλοί δείκτες ανεργίας και η μεγάλη ανισορροπία στο ενδο-ευρωπαϊκό εμπόριο (το πλεόνασμα, αξίας 200 δισεκ. δολλαρίων στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών της Γερμανίας, απέναντι στο αντίστοιχο συνδυασμένο έλλειμμα της τάξεως των 300 δισεκ. δολλαρίων της υπόλοιπης ευρωζώνης) απορρέουν επίσης από τη χρήση του ευρώ.

Οι ευρωπαίοι πολιτικοί που επέμειναν να εισαγάγουν το ευρώ το 1999 αγνόησαν τις προειδοποιήσεις των οικονομολόγων που προέβλεπαν οτι ένα κοινό νόμισμα για όλη των Ευρώπη θα δημιουργούσε προβλήματα. Οι συνήγοροι του ευρώ στόχευαν στην ευρωπαϊκή πολιτική ολοκλήρωση και έβλεπαν το κοινό νόμισμα σαν μέρος μιας διαδικασίας με στόχο τη δημιουργία μιας αίσθησης πολιτικής κοινότητας στην Ευρώπη. Κέρδισαν τη λαϊκή υποστήριξη με το σλόγκαν ‘Μια Αγορά, Ένα Νόμισμα’, διατεινόμενοι οτι η ζώνη ελεύθερου εμπορίου που δημιουργήθηκε από την ΕΕ θα πετύχαινε μόνο με ένα κοινό νόμισμα.


Ούτε η ιστορία ούτε η οικονομική λογική υποστήριζαν αυτήν την άποψη. Πράγματι, το εμπόριο στην ΕΕ λειτουργεί καλά, παρά το γεγονός οτι μόνο 17 από τα 27 μέλη της Ένωσης χρησιμοποιούν το ευρώ. Αλλά το βασικό επιχείρημα των ευρωπαίων αξιωματούχων και άλλων υπέρμαχων του ευρώ είναι ότι, αφού ένα κοινό νόμισμα λειτουργεί καλά στις ΗΠΑ, θα έπρεπε να λειτουργεί καλά και στην Ευρώπη. Έτσι κι αλλιώς και οι δύο είναι μεγάλες, ηπειρωτικές και ετερογενείς οικονομίες. Αλλά αυτό το επιχείρημα παραβλέπει τρεις σημαντικές διαφορές ανάμεσα στις Ηνωμένες Πολιτείες και την Ευρώπη:

Πρώτον, οι ΗΠΑ αποτελούν ουσιασικά μια κοινή αγορά εργασίας, με τους εργάτες να κινούνται από περιοχές υψηλής και αύξουσας ανεργίας, σε μέρη όπου η ζήτηση εργασίας είναι μεγαλύτερη. Στην Ευρώπη από την άλλη, οι εθνικές αγορές εργασίας ουσιαστικά είναι διακριτές, εξαιτίας των εμποδίων που ορθώνονται από παράγοντες όπως η γλώσσα, η κουλτούρα, η συνδικαλιστική συμμετοχή και τα συστήματα κοινωνικής ασφάλισης. Σίγουρα, κάποιοι εργάτες στην Ευρώπη όντως μεταναστεύουν. Με την έλλειψη, ωστόσο, μεγάλου βαθμού κινητικότητας αντίστοιχου των ΗΠΑ, η συνολική ανεργία μπορεί να μειωθεί μόνο εάν οι χώρες με υψηλή ανεργία μπορέσουν να χαλαρώσουν τη νομισματική τους πολιτική, μια εναλλακτική που αποκλείεται εξαιτίας του κοινού νομίσματος.

Μια δεύτερη σημαντική διαφορά είναι οτι οι ΗΠΑ έχουν ένα κεντρικό φορολογικό σύστημα. Φυσικά πρόσωπα και επιχειρήσεις πληρώνουν την πλειοψηφία των φόρων τους στην ομοσπονδιακή κυβέρνηση της Ουάσινγκτον και όχι στις πολιτειακές (ή τοπικές) αρχές τους.  Όταν η οικονομική δραστηριότητα μιας πολιτείας των ΗΠΑ επιβραδύνεται σε σχέση με την υπόλοιπη Ευρώπη, οι φόροι που πληρώνουν φυσικά πρόσωπα και επιχειρήσεις στην ομοσπονδιακή κυβέρνηση μειώνονται, ενώ οι πόροι που δέχεται από την ομοσπονδιακή κυβέρνηση αυξάνονται (για επιδόματα ανεργίας και άλλα προγράμματα παροχών).

 Χονδρικά μιλώντας, όταν μειώνεται το ΑΕΠ κατά ένα δολάριο σε μια πολιτεία όπως η Μασσαχουσέτη ή το Όχαϊο, ενεργοποιούνται αλλαγές σε φόρους και παροχές που «σβήνουν» περίπου 40 λεπτά αυτής της πτώσης, προσφέροντας έτσι ένα σημαντικό φορολογικό έρεθισμα.

Στην Ευρώπη δεν υπάρχει παρόμοιο αντιστάθμισμα, αφού η πληρωμή των φόρων και η μεταφορά παροχών και επιδομάτων είναι σχεδόν αποκλειστική ευθύνη των εθνικών κυβερνήσεων. Στη συνθήκη του Μάαστριχτ αυτή η εξουσία φόρων και παροχών αναγνωρίζεται ειδικά μόνο στα κράτη-μέλη, αποτυπώνοντας έτσι την απροθυμία των ευρωπαίων να μεταφέρουν πόρους σε άλλες χώρες με τον τρόπο που οι Αμερικανοί είναι πρόθυμοι να το κάνουν για τις διαφορετικές πολιτείες.    

Η τρίτη σημαντική διαφορά είναι οτι με βάση τα συντάγματα τους, όλες οι πολιτείες των ΗΠΑ πρέπει να έχουν ισοσκελισμένους τους προϋπολογισμούς τους. Τη στιγμή που πόροι ‘για μια ώρα ανάγκης’, συσσωρευμένοι σε χρόνια οικονομικής άνθισης, χρησιμοποιούνται για να αντιμετωπίσουν προσωρινές πτώσεις των εσόδων, ο δανεισμός ‘γενικής υποχρέωσης’ (‘general obligation borrowing’) περιορίζεται σε κεφάλαια για προγράμματα όπως χτίσιμο σχολείων και δρόμων. Ακόμα και μια πολιτεία σαν την Καλιφόρνια, που θεωρείται από πολλούς παράδειγμα φορολογικής ακολασίας, έχει αυτή τη στιγμή ετήσιο έλλειμμα μόνο 1% του ΑΕΠ και χρέος ‘γενικής υποχρέωσης’ μόλις πάνω από 4% του ΑΕΠ.   

Αυτoί οι περιορισμοί στα ελλείματα των πολιτειακών προυπολογισμών είναι μια λογική συνέπεια του οτι οι πολιτείες στις ΗΠΑ δεν μπορούν να τυπώσουν χρήμα για να καλύψουν τις φορολογικές τους τρύπες. Αυτοί οι συνταγματικοί κανόνες αποτρέπουν το είδος ελλείματος και τα προβλήματα χρέους που χαρακτηρίζουν την ευρωζώνη, όπου οι αγορές κεφαλαίου αγνόησαν την έλλειψη νομισματικής ανεξαρτησίας της κάθε χώρας. 

Κανένα από αυτά τα χαρακτηριστικά της οικονομίας των ΗΠΑ δε θα γινόταν κτήμα της Ευρώπης ακόμα και αν η ευρωζώνη εξελισσόταν πιο ρητά σε μια πολιτική ένωση. Αν και η μορφή της πολιτικής ένωσης που προωθούν η Γερμανία και άλλοι παραμένει ασαφής, δεν θα περιελάμβανε ένα κεντρικό μηχανισμό συλλογής εσόδων, όπως στις ΗΠΑ, γιατί αυτό θα σήμαινε οτι οι γερμανοί φορολογούμενοι θα έπρεπε να σηκώσουν μεγαλύτερο βάρος χρηματοδότησης κυβερνητικών προγραμμάτων άλλων χωρών.

Η πολιτική ένωση ούτε θα ενεργοποιήσει την εργατική κινητικότητα στην ευρωζώνη, ούτε θα βοηθήσει να ξεπεραστούν τα προβλήματα που δημιουργούνται όταν μια κοινή νομισματική πολιτική επιβάλλεται σε χώρες με διαφορετικές κυκλικές συνθήκες, ούτε θα βελτιώσει την απόδοση του εμπορίου σε χώρες που δεν μπορούν να υποτιμήσουν το νόμισμα τους ώστε να επανακτήσουν την ανταγωνιστικότητά τους. 

 Η πιθανότερη συνέπεια μιας σύσφιξης της πολιτικής ένωσης στην ευρωζώνη θα ήταν να δώσει στη Γερμανία περισσότερη εξουσία να ελέγχει τους προϋπολογισμούς των άλλων χωρών και να υπαγορεύει αλλαγές στους φόρους τους και στα έξοδά τους. Αυτή η τυπική μεταφορά κυριαρχίας το μόνο που θα πετύχαινε θα ήταν να αυξήσει τις εντάσεις και τις συγκρούσεις που ήδη υπάρχουν μεταξύ Γερμανίας και άλλων χωρών της ΕΕ.

Ο Μάρτιν Φελντστάιν είναι καθηγητής Οικονομικών στο Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ

Μετάφραση: Μιχάλης Σωτηρόπουλος, Απόστολος Σαμπαζιώτης
Πηγή:
 CNN blogs

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου