Πέμπτη 10 Νοεμβρίου 2011

Τα απόρρητα έγγραφα του WikiLeaks για την Ελλάδα.


Οι σχέσεις διαπλοκής μεταξύ των ελληνικών μέσων ενημέρωσης και της πολιτικής, το ιδιότυπο ιδιοκτησιακό καθεστώς του εγχώριου Τύπου αλλά και η αμερικανική παρείσφρηση σε αυτόν αποκαλύπτονται στο νέο κύμα αποκαλύψεων του ιστότοπου WikiLeaks.
Πρόκειται για τρία απόρρητα τηλεγραφήματα της αμερικανικής πρεσβείας στην Αθήνα προς την Ουάσιγκτον, το 2006, το 2008 και το 2010, όπου γίνεται αναφορά στην ελληνική δημοσιογραφία εν γένει, στο δημοσιο­γράφο Αλέξη Παπαχελά ειδικότερα, στους τηλεοπτικούς σταθμούς MEGA και ΣΚΑΪ, στα free press έντυπα, ακόμα και... στις σχολές δημοσιογραφίας.


Στο πρώτο, με ημερομηνία 13 Ιουλίου 2006 και τίτλο «Πώς να διαβάσετε τον ελληνικό Τύπο: Ένας οδηγός για τους αμύητους», αναφέρεται πως τα ελληνικά μέσα μαζικής ενημέρωσης δεν ενδιαφέρονται για την κερδοφορία τους, αλλά πρωτίστως για την άσκηση πολιτικής και οικονομικής πίεσης, ενώ αναφέρεται ότι υπάρχουν Έλληνες δημοσιογράφοι που διατηρούν θέση σε πολιτικά γραφεία Τύπου, τα οποία, ταυτόχρονα, καλύπτουν δημοσιογραφικά, λαμβάνοντας από αυτά δώρα και χρήματα.
«Με μια πρώτη ματιά, τα ελληνικά ΜΜΕ μοιάζουν με τα αμερικανικά, μ’ ένα μείγμα εφημερίδων ταμπλόιντ και μεγάλης σελίδας, εθνικούς και τοπικούς τηλεοπτικούς και ραδιοφωνικούς σταθμούς και συνταγματικές εγγυήσεις για την προστασία της ελευθεροτυπίας. Μια πιο προσεκτική εξέταση αποκαλύπτει μια ελληνική βιομηχανία ΜΜΕ, που ελέγχεται από μεγιστάνες των επιχειρήσεων, των οποίων οι άλλες επιτυχημένες επιχειρηματικές τους δραστηριότητες επιτρέπουν να επιδοτούν τις ζημιογόνες επιχειρήσεις ΜΜΕ. Με τη σειρά τους, αυτές οι επιχειρήσεις ΜΜΕ τούς παρέχουν τη δυνατότητα να ασκούν πολιτική και οικονομική επιρροή. Το αποτέλεσμα είναι πως τα μέσα συχνά προβάλλουν μια σχεδόν κοινή εικόνα για τα εθνικά και διεθνή γεγονότα, εκτός από τις μεταξύ τους κομματικές διαφορές. Ομοίως, ένας ενιαίος αντιαμερικανισμός εμπεριέχεται σχεδόν σε κάθε θέμα, ο οποίος, όμως, μικρή επίδραση έχει στις διμερείς σχέσεις».
Αναφορά και στον... Όμηρο
Στη συνέχεια, οι Αμερικανοί διπλωμάτες φτάνουν μέχρι τον Όμηρο για να πουν πως «όπως ο ποιητής της Ιλιάδας και της Οδύσσειας, έτσι και τα σύγχρονα ελληνικά ΜΜΕ χρησιμο­ποιούν ένα κράμα γεγονότων και φαντασίας».
«Σήμερα η Ελλάδα έχει περίπου 160 εφημερίδες, 180 τηλεοπτικούς σταθμούς, 800 ραδιοφωνικούς, 3.500 περιοδικά και μόλις 10 εκατ. κατοίκους – η Πορτογαλία με τον ίδιο πληθυσμό έχει 35 εφημερίδες, 62 τηλεοπτικούς και 221 ραδιοφωνικούς σταθμούς, σύμφωνα με το World Factbook του 2004. Πώς είναι δυνατόν όλες αυτές οι επιχειρήσεις να είναι κερδοφόρες; Δεν είναι. Επιδοτούνται από τους ιδιο­κτήτες τους, που, αν και θα καλωσόριζαν κάθε έσοδο από την πώλησή τους, χρησιμοποιούν τα ΜΜΕ για να ασκήσουν πολιτική και οικονομική επιρροή και για το λόγο αυτό ελάχιστα ενδιαφέρονται για την κερδοφορία των επιχειρήσεων ΜΜΕ. Επειδή δεν υπάρχουν συνδρομές και παραδόσεις εφημερίδων κατ’ οίκον, οι εφημερίδες αναγκάζονται να πωλούνται σε περίπτερα προσπαθώντας να αποσπάσουν την προσοχή του αναγνώστη. Αυτό σημαίνει πως ακόμα και η σπανίως ήρεμη και μερικώς ακριβή ιστορία έχει έναν παραπλανητικό τίτλο που πολλές φορές δεν έχει καμία σχέση με το θέμα. Επίσης, τα ΜΜΕ χρησιμοποιούν συναισθηματικούς τί­τ- λους και αφηγήσεις για να προσελκύσουν αναγνώστες και οι σημαντικές για όλους μετρήσεις της τηλεόρασης καθορίζουν την κατανομή των διαφημιστικών εσόδων. Επίσης, οι εφημερίδες χρησιμοποιούν εργαλεία όπως οι προσφορές dvd και περιοδικών».
«Οι Έλληνες ενημερώνονται κυρίως από την τηλεόραση, αλλά οι εφημερίδες είναι η κύρια πηγή αναλύσεων. Οι πρωινές “ενημερωτικές” εκπομπές αποτελούν προφορική επανάληψη των επί τούτου “συναισθηματικών” επικεφαλίδων των εφημερίδων. Τα αθηναϊκά ΜΜΕ κυριαρχούν στη χώρα, έχοντας το 80% της θεαματικότητας και αναγνωσιμότητας, μέσω και της αναμετάδοσης των ραδιοφωνικών προγραμμάτων από τους σταθμούς της επαρχίας. Οι κρατικοί τηλεοπτικοί και ραδιοφωνικοί σταθμοί έχουν μικρότερο κοινό σε σύγκριση με τους ιδιωτικούς. Μόνο το 6% των Ελλήνων ενημερώνεται από το Διαδίκτυο. Αν και η εμπιστοσύνη του κοινού απέναντι στα ΜΜΕ πέφτει σταθερά τις τελευταίες δύο δεκαετίες, είναι πολύ πιθανό να ακούσεις φράσεις όπως “μα το διάβασα στην εφημερίδα” ή “το είδα στην τηλεόραση”, όταν προσπαθούμε να διορθώσουμε λάθος σε ιστορίες. Μια δημοσκόπηση τον Οκτώβριο του 2005 έδειξε πως, αν και το 71% των Ελλήνων θεωρεί τα ΜΜΕ ιδιαιτέρως συναισθηματικά, οι εφημερίδες με πιο συναισθηματικό χαρακτήρα είναι εκείνες με τις μεγαλύτερες πωλήσεις».
«Ένας Έλληνας πολιτικός αρθρογράφος περιέγραψε την κατάσταση σαν ένα... μουσακά με πολλές στρώσεις υλικών που έχουν ψηθεί μαζί. Το κοινό στην Ελλάδα, είπε, δεν δίνει σημασία στα ΜΜΕ. Ωστόσο, οι δημοσκοπήσεις αντικατοπτρίζουν υψηλά επίπεδα αντιαμερικανισμού – ή, όπως είπε, αντι-κυβερνητικού ή αντι-εξουσιαστικού ή αντι-οτιδήποτε... Εάν ψάξεις βαθύτερα στο μουσακά, συνέχισε, θα διαπιστώσεις πως το κοινό είναι σε γενικές γραμμές ευχαριστημένο από τις αποφάσεις της κυβέρνησης, ακόμα και σε αυτές που υπάρχει συμμαχία με τις ΗΠΑ».
Διαπλοκή με την πολιτική
Σχετικά με το ποιοι κατέχουν τα μέσα ενημέρωσης στην Ελλάδα αλλά και τις σχέσεις διαπλοκής με την πολιτική αναφέρεται στο διπλωματικό έγγραφο:
«Τα ιδιωτικά ΜΜΕ της Αθήνας ανήκουν σε μια μικρή ομάδα ανθρώπων που έχουν δημιουργήσει ή κληρονομήσει περιουσίες από τη ναυτιλία, τις τράπεζες, τις τηλεπικοινωνίες, τον αθλητισμό, τα πετρέλαια, τις ασφά­λειες κ.λπ. και έχουν δεσμούς αίματος, γάμου ή μοιχείας με πολιτικούς και κυβερνητικούς αξιωματούχους και άλλους μεγιστάνες των ΜΜΕ και των επιχειρήσεων.
»Ο ελληνικός όρος “διαπλεκόμενα συμφέροντα” αναφέρεται αποκλειστικά στον ιστό των σχέσεων μεταξύ ΜΜΕ, επιχειρήσεων και κυβέρνησης... Οι σχέσεις είναι πιο περίπλοκες από αυτές μεταξύ θεών, ημίθεων και ανθρώπων στην ελληνική μυθολογία...
»Όσον αφορά στους ίδιους τους δημοσιογράφους, είναι ένα μάτσο κακοπληρωμένων, που συνήθως έχουν πολλές δουλειές προκειμένου να πληρώνουν τους λογαριασμούς τους. Δεν είναι ασυνήθιστο ένας δημοσιογράφος να εργάζεται στο γραφείο Τύπου του υπουργείου που καλύπτει. Γνωρίζουν πολύ καλά για τους διαφορετικούς αφέντες. Μια έμπειρη δημοσιογράφος του MEGA λέει πως μόνο μία φορά ασκήθηκε κριτική από το σταθμό σε κάποιον από τους πέντε ιδιοκτήτες του. Είναι, επίσης, αποδεκτό για τους δημοσιογράφους να λαμβάνουν δώρα ή ακόμα και χρήματα. Η οργανωτική επιτροπή των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004 ήταν διαβόητη για την πληρωμή δημοσιογράφων, προκειμένου αυτοί να γράφουν αρεστές ιστορίες».
Έλεγχος και σε σχολές δημοσιογραφίας
Τέλος, ο συντάκτης του τηλεγραφήματος αναφέρεται στην προσπάθεια των Αμερικανών να επιτύχουν μεγαλύτερο έλεγχο στις σχολές δημοσιογραφίας, ώστε να καταπολεμήσουν τον αντι-αμερικανισμό.
«Η πλειονότητα των ΜΜΕ υιοθετεί μια αντι-αμερικανική ή/και αντι-Μπους οπτική σε κάθε ιστορία με διεθνείς προεκτάσεις, συμπεριλαμβανομένων των γενετικά μεταλλαγμένων οργανισμών, της φτώχειας, του περιβάλλοντος και του ελέγχου του Διαδικτύου. Έχουμε με επιτυχία δημοσιεύσει συνεντεύξεις, ξένες καταχωρίσεις (...) για σημαντικά ζητήματα εξωτερικής πολιτικής και προσπαθούμε να αντιμετωπίσουμε σφάλματα και παραλείψεις μέσω τηλεφωνημάτων και επιστολών προς αρχισυντάκτες και μέσω συναντήσεων με δημοσιο­γράφους, διευθυντές και εκδότες. Επίσης, προσθέτουμε πόρους στις σχέσεις μας με σχολές δημοσιογρα­φίας και σπουδαστές, ευελπιστώντας πως η επόμενη γενιά δημοσιογράφων θα είναι πιο ελεύθερη από προκαταλήψεις που χαρακτηρίζουν την παρούσα και τις προηγούμενες γενιές. Οι συνομιλητές μας στις σχολές δημοσιογραφίας (...) φοβούνται ότι οι αλλαγές στη βιομηχανία των ΜΜΕ σημαίνει πως οι σπουδαστές τους δεν θα μπορούν να βρουν και πολλές θέσεις στη δημοσιο­γραφία όταν αποφοιτήσουν».
Σχέσεις «στοργής» με δημοσιογράφο
Το δεύτερο τηλεγράφημα, με ημερομηνία 10 Φεβρουαρίου 2010, αναφέρεται στον τηλεοπτικό σταθμό ΣΚΑΪ και ειδικότερα στην εκπομπή «Νέοι Φάκελοι» –οι Αμερικανοί την αποκαλούν το αντίστοιχο «60 Minutes»–, η οποία είχε θέμα την κρίση Γεωργίας - Ρωσίας. Το τηλεγράφημα αναφέρει πως έγινε μια «πολύ καλή επιλογή παρουσίασης των αμερικανικών θέσεων», χαρακτηρίζει τον Αλέξη Παπαχελά ως «τον πιο γνωστό Έλληνα δημοσιογράφο», ενώ ένας από τους τρεις παρουσιαστές της εκπομπής ενημέρωσε την πρεσβεία ακόμη και για λεπτομέρειες του μοντάζ – όπως για το ποια πλάνα Ρώσων αξιωματούχων κόβονταν και ποια θα έμεναν.
«Εν γένει, η εκπομπή ισορρόπησε και πέτυχε να περάσει το μήνυμα των Αμερικανών στην Ελλάδα», καταλήγει το έγγραφο, που υπογράφει ο Αμερικανός διπλωμάτης Σπέκχαρντ.
Όχι και τόσο... free τα free press
Το τρίτο τηλεγράφημα, με ημερομηνία 8 Απριλίου 2008, έχει τίτλο «Το φαινόμενο free press», υπογεγραμμένο, επίσης, από τον πρώην πρέσβη των ΗΠΑ στην Αθήνα, Ντάνιελ Σπέκχαρντ.
Σε αυτό γίνεται αναφορά στον τρόπο με τον οποίο η πρεσβεία χρησιμοποιεί αυτά τα έντυπα για να παρέμβει όχι μόνο σε αυτά, αλλά και σε σχολές δημοσιογραφίας, έτσι ώστε η νέα γενιά δημοσιογράφων να μην είναι τόσο αρνητικά διακείμενη απέναντι στην Αμερική και την πολιτική της.
Το τηλεγράφημα αναφέρεται σε μια συνέντευξη που η αμερικανική πρεσβεία κατάφερε να δημοσιευτεί στη Lifo, με αφορμή ένα διήμερο συνέδριο σε παραλιακό ξενοδοχείο στην Αθήνα, όπου η πρεσβεία διοργάνωσε στην Αθήνα στις 25-26 Ιουλίου μαζί με το mosaiko.gr.
Σε αυτό συμμετείχαν περίπου τριά­ντα εκδότες, αρχισυντάκτες και δημοσιογράφοι, οι οποίοι αντιπροσώπευαν τα δεκαπέντε δημοφιλέστερα εναλλακτικά και free press έντυπα στην Ελλάδα.
«Σε συνάρτηση με τα παγκόσμια γεγονότα, ένας μεγάλος αριθμός εφημερίδων διανέμεται χωρίς χρέωση, καθώς τα παραδοσιακά έντυπα μειώ­νονται», τονίζεται στο τηλεγράφημα, όπου επισημαίνεται η περίπτωση της free press εφημερίδας METRO, «που έχει (2008) καθημερινή διανομή 135.000 φύλλων, σε αντίθεση με τη μεγάλη σε κυκλοφορία εφημερίδα Τα Νέα». Αναφορά γίνεται και στην εβδομαδιαία Athens Voice. Όπως σημειώνεται, «αυτές οι εφημερίδες πάνε καλά στην Ελλάδα, κυρίως επειδή η χώρα δεν έχει μεγάλη εξοικείωση με τα ιντερνετικά μέσα –μόλις 30% διείσδυση–, αν και ακόμα δεν έχουν το κύρος ή το επίπεδο των παραδοσιακών εντύπων».
Τέλος, ο Αμερικανός διπλωμάτης αναφέρεται στην άρρηκτη σχέση της διαφημιστικής πίτας με το κράτος και, ως συνέπεια, στη δυσκολία της «ελεύθερης σκέψης» στις free press εφημερίδες.
«Οι Έλληνες συμμετέχοντες ενδια­φέρονταν κυρίως για το πώς θα δια­τηρήσουν την ελευθερία και την ανεξαρτησία τους, δεδομένης της απόλυτης εξάρτησης της διαφήμισης με το μοντέλο των free press... Κάποιοι συμμετέχοντες τόνισαν ότι αυτό δεν είναι τόσο εύκολο στην Ελλάδα, γιατί εν μέρει το κράτος ελέγχει ένα πολύ μεγάλο μέρος της διαφημιστικής πίτας. Ένας έμπειρος Έλληνας δημοσιογράφος, που γράφει τόσο σε mainstream όσο και σε εναλλακτικές εφημερίδες, μας είπε, off the record, ότι αυτή η αναλογία είναι περίπου 30% με 40% και οι καταχωρίσεις της κυβέρνησης έχουν κυρίως πολιτικά και όχι οικονομικά κίνητρα».

[της Χαράς Ζαχοπούλου]
Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Επίκαιρα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου