Πέμπτη 24 Νοεμβρίου 2011

Roubini: Έρχονται μεγαλύτερες κοινωνικές ταραχές


Οποιοδήποτε οικονομικό μοντέλο δεν επιλύει αποτελεσματικά το θέμα της ανισότητας κάποια στιγμή θα αντιμετωπίσει κρίση νομιμότητας, όπως δείχνουν και οι διαδηλώσεις που γίνονται το τελευταίο διάστημα σε όλον τον κόσμο, υποστηρίζει ο οικονομολόγος Nouriel Roubini

Χαρακτηριστικά, αναφέρει: «Αυτήν τη χρονιά γίναμε μάρτυρες ενός παγκόσμιου κύματος κοινωνικής και πολιτικής αναταραχής και αστάθειας, με μαζικές συγκεντρώσεις στους πραγματικούς και εικονικούς δρόμους:

• Αραβική Άνοιξη.
• Διαδηλώσεις στο Λονδίνο.
• Οι διαμαρτυρίες της μεσαίας τάξης του Ισραήλ για την αύξηση των τιμών των κατοικιών και των πληθωριστικών πιέσεων στο κόστος διαβίωσης.
• Διαδηλώσεις Κινέζων φοιτητών.
• Η καταστροφή ακριβών οχημάτων στη Γερμανία.
• Το κίνημα κατά της διαφθοράς στην Ινδία.
• Η αυξανόμενη δυσαρέσκεια για τη διαφθορά και την ανισότητα στην Κίνα.
• Το κίνημα Occupy Wall Street στη Νέα Υόρκη και σε διάφορες πόλεις των ΗΠΑ.

Αν και αυτές οι διαδηλώσεις δεν έχουν ενιαίο θέμα, εκφράζουν με διαφορετικούς τρόπους τις σοβαρές ανησυχίες των εργαζομένων και της μεσαίας τάξης ανά τον κόσμο για τις προοπτικές εν όψει της αυξανόμενης συγκέντρωσης της ισχύος στις οικονομικές, χρηματοοικονομικές και πολιτικές ελίτ.


Οι πηγές των ανησυχιών αυτών είναι αρκετά ξεκάθαρες: υψηλά επίπεδα ανεργίας και υποαπασχόλησης στις προηγμένες και αναδυόμενες οικονομίες, ανεπαρκείς δεξιότητες και εκπαίδευση για τους νέους και τους εργαζόμενους ώστε να μπορούν να είναι ανταγωνιστικοί σε έναν παγκοσμιοποιημένο κόσμο, δυσανασχέτηση για τη διαφθορά -συμπεριλαμβανομένης της νόμιμης μορφής της όπως είναι το lobbying- καθώς και κατακόρυφη αύξηση των εισοδηματικών και υλικών ανισοτήτων στις ανεπτυγμένες και στις ταχύτατα αναπτυσσόμενες οικονομίες».

«Βεβαίως», σημειώνει ο κ.
Roubini, «η δυσφορία που αισθάνονται τόσοι άνθρωποι δεν μπορεί να συνοψιστεί σε έναν και μόνο παράγοντα. Για παράδειγμα, η αύξηση της ανισότητας έχει πολλές αιτίες: την πρόσθεση 2,3 δισ. Κινέζων στο παγκόσμιο εργατικό δυναμικό, που οδηγεί σε μείωση των θέσεων εργασίας και των μισθών μη εξειδικευμένων εργατών στις ανεπτυγμένες οικονομίες, τις τεχνολογικές αλλαγές, τις αντιφάσεις στα έσοδα και στον πλούτο στις ταχύτατα αναπτυσσόμενες αλλά προηγουμένως χαμηλού εισοδήματος χώρες, τη μη προοδευτική φορολογία κ.ά.

Η αύξηση της μόχλευσης στον ιδιωτικό και στον δημόσιο τομέα και οι φούσκες στην αγορά ακινήτων και στην πιστωτική αγορά είναι εν μέρει αποτέλεσμα των ανισοτήτων. Η μέτρια αύξηση των εισοδημάτων για όλους τους άλλους εκτός από τους πλούσιους τις τελευταίες δεκαετίες άνοιξε την ψαλίδα μεταξύ των εισοδημάτων και των προσδοκιών για δαπάνες.

Στις αγγλοσαξονικές χώρες, η απάντηση ήταν να εκδημοκρατιστούν οι πιστώσεις -μέσω της χρηματοπιστωτικής απελευθέρωσης-, πυροδοτώντας ως συνέπεια την αύξηση του ιδιωτικού χρέους, καθώς τα νοικοκυριά δανείζονταν για να καλύψουν την προαναφερθείσα διαφορά.

Στην Ευρώπη, το χάσμα αυτό καλύφθηκε από τις δημόσιες υπηρεσίες -δωρεάν παιδεία, υγεία κ.λπ.-, που δεν χρηματοδοτούνταν πλήρως από τους φόρους, γεγονός που οδήγησε σε αύξηση των δημοσίων ελλειμμάτων και των χρεών. Και στις δύο περιπτώσεις τα επίπεδα χρέους σταδιακά έγιναν μη βιώσιμα.

Οι επιχειρήσεις στις ανεπτυγμένες οικονομίες προχωρούν πλέον σε περικοπές θέσεων εργασίας, λόγω της ανεπαρκούς τελικής ζήτησης, η οποία έχει οδηγήσει σε υπερβολική προσφορά, και λόγω της αβεβαιότητας αναφορικά με τη μελλοντική ζήτηση. Όμως, η περικοπή θέσεων εργασίας αποδυναμώνει περαιτέρω την τελική ζήτηση, διότι μειώνει τα εισοδήματα των εργαζομένων και αυξάνει την ανισότητα. Καθώς το εργατικό κόστος μιας εταιρίας είναι το εισόδημα εργασίας και η ζήτηση ενός άλλου, αυτό που θεωρείται λογικό για μια εταιρία είναι καταστροφικό για το σύνολο.

Το αποτέλεσμα είναι ότι οι ελεύθερες αγορές δεν παράγουν αρκετή τελική ζήτηση. Στις ΗΠΑ, για παράδειγμα, η περικοπή του εργατικού κόστους έχει μειώσει δραματικά το μερίδιο του εργατικού εισοδήματος επί του ΑΕΠ.

Με την πίστωση να έχει εξαντληθεί, οι επιπτώσεις στη συνολική ζήτηση έπειτα από δεκαετίες αναδιανομής του εισοδήματος και του πλούτου έχουν γίνει σοβαρότατες, λόγω της μικρότερης τάσης για δαπάνες που έχουν οι εταιρίες-το κεφάλαιο και οι ιδιοκτήτες-τα εύπορα νοικοκυριά».

Ο κ.
Roubini τονίζει ακόμα: «Το πρόβλημα δεν είναι καινούριο. Ο Karl Marx μπορεί να επαινούσε τον σοσιαλισμό, είχε όμως δίκιο όταν έλεγε πως η παγκοσμιοποίηση, ο χωρίς περιορισμούς χρηματοοικονομικός καπιταλισμός και η αναδιανομή των εισοδημάτων και του πλούτου από την εργατική τάξη στο κεφάλαιο θα μπορούσαν να οδηγήσουν τον καπιταλισμό στην αυτοκαταστροφή. Όπως υποστήριζε, ο μη ρυθμιζόμενος καπιταλισμός μπορεί να οδηγήσει σε τακτικά ξεσπάσματα υπερπροσφοράς και υποκατανάλωσης και στην επανεμφάνιση καταστροφικών χρηματοοικονομικών κρίσεων, που θα πυροδοτούνται από τις πιστωτικές φούσκες και τις εκρήξεις και καταρρεύσεις στις τιμές των ακινήτων.

Ακόμα και πριν από τη Μεγάλη Ύφεση, η μπουρζουαζία της Ευρώπης αναγνώριζε ότι για να αποφύγει την εξέγερση θα πρέπει να προστατευτούν τα δικαιώματα των εργαζομένων και να βελτιωθούν οι συνθήκες μισθοδοσίας και εργασίας. Θα πρέπει να δημιουργηθεί ένα κράτος πρόνοιας ώστε να αναδιανεμηθεί ο πλούτος και να χρηματοδοτηθούν τα δημόσια αγαθά - όπως η παιδεία και η υγεία, και το δίχτυ προστασίας της κοινωνίας.

Η ώθηση προς ένα σύγχρονο κράτος πρόνοιας επιταχύνθηκε μετά τη Μεγάλη Ύφεση, όταν τα κράτη ανέλαβαν την ευθύνη της μακροοικονομικής σταθεροποίησης - έναν ρόλο που απαιτούσε τη διατήρηση μιας μεγάλης μεσαίας τάξης μέσω της διεύρυνσης των παροχών δημόσιων αγαθών μέσω της προοδευτικής φορολόγησης των εισοδημάτων και του πλούτου και της δημιουργίας οικονομικών ευκαιριών για όλους.

Έτσι, η ανάδυση του κράτους πρόνοιας ήταν μια απάντηση στην απειλή των κοινωνικών εξεγέρσεων, του σοσιαλισμού και του κομμουνισμού, καθώς η συχνότητα και η σοβαρότητα των οικονομικών και χρηματοοικονομικών κρίσεων αυξάνονταν. Στη συνέχεια, είχαμε τρεις δεκαετίες σχετικής κοινωνικής και οικονομικής σταθερότητας -από τα τέλη της δεκαετίας του 1940 μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1970-, περίοδο κατά την οποία μειώθηκε σημαντικότατα η ανισότητα και αυξήθηκαν ταχύτατα τα μέσα εισοδήματα».

Όμως, όπως αναφέρει ο οικονομολόγος, «ορισμένα από τα μαθήματα αναφορικά με την ανάγκη συνετής ρύθμισης του χρηματοοικονομικού συστήματος χάθηκαν στην εποχή
Reagan - Thatcher, όταν δημιουργήθηκε η διάθεση για μαζική απελευθέρωση - εν μέρει λόγω των ελαττωμάτων του ευρωπαϊκού κοινωνικού μοντέλου. Αυτά τα ελαττώματα αντικατοπτρίστηκαν στα τεράστια δημοσιονομικά ελλείμματα, στην υπερβολική ρύθμιση και στην έλλειψη οικονομικού δυναμισμού, που οδήγησαν στην κρίση χρέους της ευρωζώνης σήμερα.

Όμως, το αγγλοσαξονικό μοντέλο του
laissez-faire έχει επίσης αποτύχει. Για να σταθεροποιηθούν οι οικονομίες που είναι προσανατολισμένες στις αγορές απαιτείται επιστροφή στη σωστή ισορροπία μεταξύ των αγορών και της παροχής δημοσίων αγαθών.

Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να απομακρυνθούμε από το αγγλοσαξονικό μοντέλο των υπορρυθμισμένων αγορών και του ευρωπαϊκού μοντέλου των κοινωνικών κρατών που στηρίζονται στα ελλείμματα. Ακόμα και το εναλλακτικό ασιατικό μοντέλο ανάπτυξης -αν πράγματι υπάρχει κάτι τέτοιο- δεν έχει αποτρέψει την αύξηση της ανισότητας στην Κίνα, στην Ινδία και αλλού».

«Οποιοδήποτε οικονομικό μοντέλο δεν αντιμετωπίζει σωστά την ανισότητα θα αντιμετωπίσει μελλοντικά κρίση νομιμοποίησης. Αν δεν εξισορροπηθούν οι οικονομικοί ρόλοι της αγοράς και του κράτους, οι διαδηλώσεις του 2011 θα γίνουν ακόμα πιο σοβαρές, με την κοινωνική και την πολιτική αστάθεια να πλήττουν στο τέλος τη μακροπρόθεσμη οικονομική ανάπτυξη και πρόνοια», καταλήγει ο κ.
Roubini.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου